Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2012

And if I try to get close,he is already gone.







  Είναι περίεργη. Τα μάτια της, η φωνή της, ο τρόπος που παίζει, η σιωπή της. Είναι περίεργο. Όλα πάνω της είναι τόσο οικεία. Δεν την ξέρω, δεν ξέρω τι σκέφτεται, τι έχει ζήσει, μονάχα ακούω για αυτήν. Τη ζηλεύω. Τη ζηλεύω, τη μισώ, την αγαπάω, τη φοβάμαι.  Η φωνή της είναι ασφάλεια, κάτι σίγουρο που δε θα με άφηνε να ταξιδέψω μόνη μου, δε θα με άφηνε το ήξερα, την εμπιστευόμουν. Ασφάλεια. Η σκιά της στο ξύλινο στρώμα είναι σιγουριά. Κάθε φορά που πατάει μία νότα παρακαλάω να μη σταματήσει να ακούγεται αυτός ήχος, το πεντάλ να κρατήσει για πάντα το γνώριμο άκουσμα, να μη σβήσει το φως.  Όλο πλησιάζει, ποτέ δε φτάνει. Δε με ακουμπάει, δε μυρίζω το άρωμα της.Είναι μια φωνή, μία μελωδία, ένα νανούρισμα. . Ο ήχος της φλόγας και η μυρωδιά του καμένου αποσπούν  κάθε αίσθηση μου. Άρχισε να έρχεται προς το μέρος μου, τώρα είναι μια μυρωδιά, μία γνώριμη μυρωδιά που τρέλαινε τον εγκέφαλο μου. Όσο πλησιάζει παίρνει μορφή σάρκα και οστά. Μία γυναίκα, ένας άντρας, ένα παιδί, εσύ, εγώ, εκείνος. Εκείνος, πιο πολύ εκείνος. ‘’Κάτι που θέλεις πολύ, αλλά δε μπορείς να έχεις.’’Θέλω να με ακουμπήσει, να με κοιτάξει. Τον θέλω όπως ένας  ετοιμοθάνατος ζητιανεύει για το τελευταίο του τσιγάρο, δε μπορεί να τον βλάψει, πεθαίνει, τι νόημα έχει ακόμα ένα; ''Τρέξε μακρυά, φύγε, τρέξε. Με πονάς. Τι θέλεις από μένα;'' Είμαι μια μαριονέτα, τα σχοινιά μου καθοδηγούνται από μία φωνή, μια σταθερή φωνή και μόνη εικόνα η σκιά της. Σταματήστε, θέλω να φύγω. Τώρα, σταμάτα! Κανείς δεν είναι εδώ να με βγάλει.Η σιωπή είναι εθιστική, ακόμα και οι ανάσα μου μοιάζει ενοχλητική στον ήχο της.  Η πόρτα είναι ανοικτή. Δε σκέφτομαι καν να βγω. Αυτό το δωμάτιο είναι τόσο παραπλανητικό, ελκυστικό. Θα μείνω εδώ.