Κοίταξε έξω από το παράθυρο και το μόνο που
μπορούσε να δει ήταν ένας πελώριος κήπος με μαργαρίτες, πολλές μαργαρίτες στο
ίδιο σχήμα και χρώμα λες και τις επέλεξαν μία-μία για να τις φυτέψουν στον κήπο
αυτό. Σκεφτόταν ότι αυτός ο μεγάλος κήπος έπρεπε να είχε και άλλα λουλούδια,
δέντρα, έτσι θα είχε περισσότερα χρώματα να φανταστεί- εκτός από το άσπρο και
κίτρινο του λουλουδιού αυτού-περισσότερες μυρωδιές να θυμάται-εκτός από το
μονότονο άρωμα της μαργαρίτας-κάθε απόγευμα που επισκεπτόταν τον κήπο -αν ήταν
υπάκουη και έπαιρνε χωρίς φασαρία τα φάρμακα της. Η σημερινή μέρα
δεν ήταν όπως τις προηγούμενες. Κάθε χρόνο τέτοια μέρα, 12 Δεκεμβρίου, τους
άφηναν να επιλέγουν ένα άτομο να τους επισκεφτεί και να περνούν μαζί ολόκληρη
τη μέρα μέχρι να ξημερώσει. Περίμενε καιρό να φτάσει αυτή η μέρα. Είχε φτιάξει
ένα δικό της ημερολόγιο και κάθε ξημέρωμα διέγραφε και από μια μέρα. Το προηγούμενο
βράδυ δεν είχε κοιμηθεί, στριφογύριζε και το άγχος δεν την άφηνε να κλείσει τα
μάτια της. Έβρεχε. Έκλεισε τα μάτια και σκέφτηκε αυτό που πριν πολλά χρόνια της
είχε πει η γιαγιά της "Ο ήχος του νερού καταργεί την εύκολη
επαφή με το έξω. Η θαλπωρή που γεννά η βροχή ταυτίζεται με το αίσθημα του
αποκλεισμού. Σε φυλακίζει μέσα σε μια επτασφράγιστη ασφάλεια, σ' ένα κλουβί με
ρευστά κιγκλιδώματα που πέφτουν κάθετα συνεχώς από τον ουρανό. Υδάτινο κελί σε
κυκλώνει. Είσαι ολομόναχος και απομονωμένος από την υπόλοιπη ζωή. Αυτό κάποιες
στιγμές το απολαμβάνεις. Κυρίως τη νύχτα, όταν έρχεται απροσδόκητα, το ακούς
ξαφνικά και λες "βρέχει", κι όλα μακραίνουν ατελείωτα και σε αφήνουν
μονάχο στην κιβωτό σου. Έξω μαίνεται η θύελλα, αλλά εσύ έχεις ευτυχώς σωθεί και
ταξιδεύεις μέσα στη βαθυκύανη αβεβαιότητα της πλανητικής ερήμου."
‘’Βερόνικα; Βερόνικα, ακούς; Έφτασε η μέρα, η
μέρα σου. Μόλις έφτασε ο κύριος με το δερμάτινο μπουφάν ’΄ Δεν ήθελε κανείς να
ξέρει το όνομα του, από πού είναι ούτε γιατί κάθε χρόνο επέλεγε αυτόν το
μυστηριώδη άντρα. Η αλήθεια είναι πως ούτε εκείνη ήξερε τι ήταν αυτό που την
έκανε να νιώθει αυτά τα παράξενα συναισθήματα γα τον κύριο με το δερμάτινο
μπουφάν. Εκείνος κάθε χρόνο, αρχές Δεκέμβρη δεχόταν ένα άσπρο φάκελο που
απεικόνιζε τη σφραγίδα του ιδρύματος και την επιθυμία μιας ασθενούς να τον δει.
Την πρώτη φορά που έλαβε το παράξενο αυτό γράμμα, το όνομα
Βερόνικα δε φαινόταν να του θυμίζει τίποτα και νόμιζε πως το γράμμα αυτό ήταν
απλά μια κακόγουστη φάρσα, εξάλλου όπως είπε’’ ποιος τρελός μπορεί να θέλει να δει εμένα;’’ Μα
δεν ήταν τρελή, ο τίτλος που της έδιναν οι γιατροί για την ασθένεια της είναι ‘σχιζοφρένεια’’
μα εκείνη δεν ένιωθε ούτε άρρωστη ούτε τρελή. Όλα ξεκίνησαν όταν προσπάθησε να
βρει νόημα στην ύπαρξη της, να ψάχνει απαντήσεις.
Μετά από τρία
συνεχόμενα γράμματα ο άγνωστος άντρας τηλεφώνησε στο ίδρυμα και κατάλαβε πως
αυτή η γυναίκα ήθελε κάτι από αυτόν, ίσως να την ήξερε και να τον είχε ανάγκη,
έτσι αποφάσισε να επισκεφτεί το ίδρυμα. Κατέβηκε από το αμάξι και το πρώτο
πράγμα που αντίκρισε ήταν μια ευανάγνωστη ταμπέλα που έλεγε’’Ίδρυμα Ψυχολογικών
Διαταραχών’’. Ήταν σίγουρος πως είχε ξαναπάει εκεί, όλα ήταν τρομακτικά οικεία.
Δεν ήταν δυνατόν να είχε καν περάσει από εκεί, δυσκολεύτηκε πολύ να το βρει και
το ίδρυμα βρισκόταν απομονωμένο σε μια πλαγιά. Στην αρχή σκέφτηκε να φύγει, είχε ήδη χάσει τη
μητέρα του πρόσφατα και μία ακόμα αναστάτωση στη ζωή ήταν το τελευταίο πράγμα
που χρειαζόταν. Μπήκε ξανά στο αμάξι, έβαλε μπρος, μα δε μπόρεσε να φύγει.
Βάδισε αποφασιστικά μέχρι την ξύλινη είσοδο και μπήκε στο κτήριο.
Έδωσε τα στοιχεία του και μπήκε σε μια μεγάλη αίθουσα
που μόνο άγνωστη δεν του ήταν. Το δωμάτιο αυτό χωριζόταν σε δύο επιμέρους αίθουσες
με κάγκελα και στη μέση τους υπήρχε ένα μικρό παράθυρο και ένα τηλέφωνο. Άκουσε
βήματα και ύστερα παρατήρησε μια σκιά να πλησιάζει προς το μέρος του. Ήταν μια
γυναίκα με μαύρα μακριά μαλλιά και μπλε μάτια, το σώμα της καλυβόταν από έναν
άσπρο μανδύα που έκρυβαν τη σιλουέτα της. Δεν την είχε ξαναδεί ποτέ. Τι να
ήθελε από εκείνον; Είναι άγνωστοι.
Με ένα ευγενικό χαμόγελο και ένα νεύμα τον παρότρυνε να σηκώσει το
ακουστικό. Με σταθερή φωνή του έιπε. «Θα σου διηγηθώ μια ιστορία»,. «Ένας
δυνατός μάγος που ήθελε να αφανίσει ένα βασίλειο έριξε ένα μαγικό φίλτρο στο
πηγάδι απ’ όπου έπιναν νερό όλοι οι κάτοικοι του. Όποιος έπαιρνε απ’ αυτό το
νερό θα τρελαινόταν.»Το επόμενο πρωινό ήπιε όλος ο λαός και οι πάντες τρελάθηκαν,
εκτός απ’ το βασιλιά- που είχε ένα πηγάδι μόνο για τον εαυτό του και την
οικογένεια του και στο οποίο δεν κατόρθωσε να φτάσει ο μάγος. Ανήσυχος ο βασιλιάς,
προσπάθησε να ηρεμήσει το λαό και θέσπισε μια σειρά μέτρων για τη δημόσια υγεία
και ασφάλεια αλλά οι αστυνομικοί και
οι επιθεωρητές, που είχαν πιει το δηλητηριασμένο νερό, βρήκαν παράλογα τα
διατάγματα του βασιλιά και αποφάσισαν να μην τα εφαρμόσουν καθόλου.»Όταν οι
κάτοικοι του βασιλείου έμαθαν τις αποφάσεις, πίστεψαν ότι ο μονάρχης είχε
παραφρονήσει και έγραφε πράγματα χωρίς νόημα. Πήγαν στο κάστρο κραυγάζοντας και
απαίτησαν να παραιτηθεί.«Απελπισμένος ο βασιλιάς δέχτηκε να αφήσει το θρόνο,
αλλά η βασίλισσα τον εμπόδισε λέγοντας: “Πάμε αμέσως στην πηγή να πιούμε κι
εμείς. Έτσι θα γίνουμε ίδιοι μ’ αυτούς”.»Έτσι και έγινε: ο βασιλιάς και η
βασίλισσα ήπιαν το νερό της παραφροσύνης και άρχισαν αμέσως να λένε λόγια χωρίς νόημα. Την ίδια στιγμή, οι
υπήκοοι άλλαξαν γνώμη: τώρα που ο βασιλιάς έδειχνε τόση σοφία, γιατί να μην τον
αφήσουν να κυβερνήσει τη χώρ α;»Η χώρα παρέμεινε ήρεμη, αν και οι κάτοικοι της συμπεριφέρονταν
πολύ διαφορετικά από τους γείτονες τους. Και ο βασιλιάς κυβέρνησε μέχρι το
τέλος της ζωής του».
Σώπασε. Κανένας
από τους δύο δεν μίλησε για περίπου τέσσερα λεπτά. «Πως
γίνεται να ξέχασες; Κάποτε ήσουν και εσύ εδώ, ήμασταν μαζί . Μετά
έφυγες, έφυγες και με άφησες εδώ να αρνούμαι να πιο από το δηλητηριασμένο νερό που μου δίνουν, να αρνούμαι να γίνω σαν και αυτούς.
Κάποτε με αγαπούσες και ορκιζόσουν πως δε θα με αφήσεις ποτέ, όσο δύσκολα και
αν περάσαμε, ήμασταν μαζί. Έγινες και
εσύ σαν και αυτούς, έμαθα ζεις
ευτυχισμένος και έχεις και οικογένεια. Σε λυπάμαι»
Σοκαρισμένος σηκώθηκε από την καρέκλα και έτρεξε προς
την έξοδο. Μπήκε στο αυτοκίνητο και κατευθύνθηκε προς το σπίτι του. Κοίταξε από
μακριά, αλλά το σπίτι δε βρισκόταν εκεί, στη θέση του ήταν ένα πάρκο με πολλά
παιδιά να τρέχουν και να γελούν. Δε μπορεί, ονειρευόταν. Ήταν βασανιστική αυτή
η αναμονή, ήθελε να ξυπνήσει. Τι περίεργο όνειρο;! Μα δεν ξυπνούσε νόμιζε πως δε θα τελείωνε ποτέ. Τι είναι στα αλήθεια πραγματικό και ποιο είναι που ονειρεύεται; Πήγε στη θάλασσα και άφησε εκείνη να αποφασίσει για την τύχη του και εκείνη επέλεξε να σωπάσει.