Καθόταν στην άκρη του πεζοδρομίου, έπαιζε αμήχανα με τον κινητό της. Τα αμάξια την προσπερνούσαν, κοίταζε χαμένη τους περαστικούς,περίμενε κάποιος να την κοιτάξει με τον τρόπο του την κοιτούσε και αυτός. Χαμένη, ναι αυτό ήταν, τρομαγμένη. Τα μάτια της κόκκινα και το πρόσωπο της χλωμό. Προσπαθούσε να κρυφτεί με μια μάσκα,μια μάσκα που συχνά φορούσε. Από τι κρυβόταν; Από τον εαυτό της ή από τα αισθήματα της;Ανέκφραστη, τόσα συναισθήματα και αυτή ανέκφραστη,κουρασμένη έδειχνε. Προσπαθούσε να διασχίσει το δρόμο και τα πόδια της ίσα-ίσα την κρατούσαν. Τα βήματα της ήταν μικρά και οι κινήσεις της νευρικές. Ήθελα να τη βοηθήσω, να την αγκαλιάσω και να μην την αφήσω να φύγει,μέχρι να περάσουν όλα και να νιώθει ασφαλής και ήρεμη ξανά. Ανασφάλεια,λίγες φορές μου δείχνει ότι νιώθει, ελάχιστες τσαλακώνεται. Τσαλακώνεται και με αφήνει να την πλησιάσω να τη βοηθήσω. Μπερδεμένη,πιο μπερδεμένη από ποτέ. Παντού εμπόδια, μεγαλύτερο ο εαυτός της,οι σκέψεις της. Ίσως να μη χρειάζεται λύση. Χρόνο χρειάζεται.
Την έβλεπα καθώς προσπαθούσε να παλέψει με τον χρόνο, την έβλεπα να προσπαθεί να ξεφύγει από το τρυπάκι των σκέψεων της. Ξέρει πως δεν πρέπει να αφήσει τις σκέψεις της να την παρασύρουν. Προσπαθούσε να μη σκέφτεται,μόνο άκουγε τον ήχο που έβγαζε η κιθάρα από το αγαπημένο της τραγούδι. Η μόνη της ανησυχία ήταν να μην τελειώσει η μελωδία και χρειαστεί να περάσει στο επόμενο τραγούδι. Στην προσπάθεια της να μην αφήσει το μυαλό της να τη νικήσει,άρχισε να σκέφτεται πως θα είναι η ζωή της, έκανε όνειρα, ήταν ξύπνια αλλά ονειρευόταν.
Θεσσαλονίκη 2015. Εκεί βρίσκεται μέσα στο διαμέρισμα που έχουν νοικιάσει για να μένουν. Οι τοίχοι είναι βαμμένοι με μία απόχρωση του μπλε και το σπίτι μεγάλο με τρεις κρεβατοκάμαρες. Η μυρωδιά από την κουζίνα είναι χαρακτηριστική, της θυμίζει τα βράδια στο σπίτι της όταν προσπαθούσαν να είναι ευγενικές και να αρνούνται άλλο ένα κομμάτι σπιτικής πίτσας. Οι δύο στην κουζίνα να φτιάχνουν το φαγητό που θα συνοδέψει την αποψινή τους ταινία και η άλλη στον υπολογιστή να κατεβάζει την ταινία και να κάνει πλεξούδες στα μαλλιά της. Κάθονται στον καναπέ. Ποπ κορν δεν έχει, δεν της αρέσουν. Χιλιάδες λιχουδιές από τις προσφορές του carefour. Αρχίζει η ταινία. '' Αααα περιμένετε να βάλω τα γυαλάκια μου''. Τα πρόσωπά τους είναι ίδια, φαίνονται μεγαλύτερες και πιο ώριμες.Θυμούνται τα αξέχαστα βράδια στην Ιεράπετρα,όταν έβγαζαν τα ρούχα τους και τραγουδούσαν καθώς έμπαινε ο κύριος Δημήτρης . Θυμούνται τα γέλια που κατέληξαν σε εξευτελιστικές στιγμές-μα τόσο αστείες ταυτόχρονα. Ξεφεύγει από τις σκέψεις της. Της αρέσει αυτό το μέρος δε θέλει να φύγει. Ίσως έπρεπε ακόμη να σκέφτεται αυτό το διαμέρισμα.
Αθήνα 2015. Ο καθένας έχει πάρει πια τον δρόμο. Εκείνη όμως ακόμα τον σκέφτεται . Που και που τον επισκέπτεται, όταν νιώθει μόνη,όταν νιώθει πως τον χρειάζεται. Τον συναντάει σε μία καφετέρια,εκείνη όπως πάντα τον κοιτάει αμήχανα, εκείνος άνετος και χαμογελαστός. Δεν έχει αλλάξει, είναι όπως πάντα. Ακόμη πιο χαρούμενος φαίνεται. Μάλλον βρήκε αυτό που έψαχνε, αυτό που τότε τόσο αναζητούσε. Στα μάτια της ποτέ δεν αλλάζει,ποτέ δεν άλλαξε. Δεν αμφισβήτησε για αυτόν ούτε στιγμή. Ακόμα της λέει για αυτά που νιώθει; Ακόμα πιστεύει τo ίδιο για εκείνη; Μιλάνε. Ακόμη είναι νευρική, παίζει με το σκουλαρίκι της για να κρύψει την αμηχανία της, να κρύψει αυτά που δεν πρέπει ποτέ να δείξει. Πάντα η ίδια. Ακόμα και στα όνειρα της είναι ίδια. Την έχω αποδεχτεί πια. Άραγε του έχει πει; Τους βλέπω να μιλάνε, δε μπορώ να τους ακούσω. Τη βλέπω να γελάει. Πάντα περνούσε καλά μαζί του. Τον χαιρετάει και για ακόμα μια φορά φεύγει με μία φτηνή δικαιολογία. Ποτέ δεν αντέχει πολύ. Πάντα ο συναντήσεις τους διαρκούσαν το πολύ δύο ώρες. Χαρούμενη είναι πια. Ακόμα όμως τον χρειάζεται.Θα είναι εκεί για εκείνη,όταν θα τον χρειάζεται;
Κρήτη 2016. Καλοκαίρι. Συναντιούνται στο αγαπημένο τους στέκι, μέσα στα δέντρα. Τέρμα πια το παγωτό στρατσιατέλα. Αναμνήσεις δίπλα στο παρκάκι. Χαρούμενα πρόσωπα μιλούν για τις καινούργιες τους ζωές. Το κινητό της χτυπάει, είναι 1. Μπορεί όλα να έχουν αλλάξει αλλά οι γονείς της ποτέ. ''Είναι 1, τι ώρα σκοπεύεις να γυρίσεις σπίτι;'' Δεν υπακούει πια κλείνει το κινητό της. Δε θέλει να φύγει, ξέρει πως όταν γυρίσει σπίτι θα υποστεί τις συνέπειες, αλλά θέλει να μείνει. Επιστρέφουν σπίτι. Ακόμα την αφήνει στη γωνία και έπειτα βάζει τα ακουστικά της και προχωράει μόνη της.
Ξεχνιέται. Ταξιδεύει, τη φαντασία της χορεύει στο κενό.