Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012



You don't want me, no
You don't need me
Like I want you, oh
Like I need you



And I want you in my life
And I need you in my life

You can't see me, no
Like I see you
I can't have you, no

Like you have me


Περπατάμε χωρίς να ξέρω που πάμε, σου έχω όμως εμπιστοσύνη. Αλήθεια σε εμπιστεύομαι. Τώρα ξέρω, ξέρεις και εσύ. Να θυμάσαι τα λόγια σου. Εγώ δεν τα ξεχνάω, δε φοβάμαι. 

Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2012



 Κοίταξε έξω από το παράθυρο και το μόνο που μπορούσε να δει ήταν ένας πελώριος κήπος με μαργαρίτες, πολλές μαργαρίτες στο ίδιο σχήμα και χρώμα λες και τις επέλεξαν μία-μία για να τις φυτέψουν στον κήπο αυτό. Σκεφτόταν ότι αυτός ο μεγάλος κήπος έπρεπε να είχε και άλλα λουλούδια, δέντρα, έτσι θα είχε περισσότερα χρώματα να φανταστεί- εκτός από το άσπρο και κίτρινο του λουλουδιού αυτού-περισσότερες μυρωδιές να θυμάται-εκτός από το μονότονο άρωμα της μαργαρίτας-κάθε απόγευμα που επισκεπτόταν τον κήπο -αν ήταν υπάκουη  και έπαιρνε  χωρίς φασαρία τα φάρμακα της. Η σημερινή μέρα δεν ήταν όπως τις προηγούμενες. Κάθε χρόνο τέτοια μέρα, 12 Δεκεμβρίου, τους άφηναν να επιλέγουν ένα άτομο να τους επισκεφτεί και να περνούν μαζί ολόκληρη τη μέρα μέχρι να ξημερώσει. Περίμενε καιρό να φτάσει αυτή η μέρα. Είχε φτιάξει ένα δικό της ημερολόγιο και κάθε ξημέρωμα διέγραφε και από μια μέρα. Το προηγούμενο βράδυ δεν είχε κοιμηθεί, στριφογύριζε και το άγχος δεν την άφηνε να κλείσει τα μάτια της. Έβρεχε. Έκλεισε τα μάτια και σκέφτηκε αυτό που πριν πολλά χρόνια της είχε πει η γιαγιά της "Ο ήχος του νερού καταργεί την εύκολη επαφή με το έξω. Η θαλπωρή που γεννά η βροχή ταυτίζεται με το αίσθημα του αποκλεισμού. Σε φυλακίζει μέσα σε μια επτασφράγιστη ασφάλεια, σ' ένα κλουβί με ρευστά κιγκλιδώματα που πέφτουν κάθετα συνεχώς από τον ουρανό. Υδάτινο κελί σε κυκλώνει. Είσαι ολομόναχος και απομονωμένος από την υπόλοιπη ζωή. Αυτό κάποιες στιγμές το απολαμβάνεις. Κυρίως τη νύχτα, όταν έρχεται απροσδόκητα, το ακούς ξαφνικά και λες "βρέχει", κι όλα μακραίνουν ατελείωτα και σε αφήνουν μονάχο στην κιβωτό σου. Έξω μαίνεται η θύελλα, αλλά εσύ έχεις ευτυχώς σωθεί και ταξιδεύεις μέσα στη βαθυκύανη αβεβαιότητα της πλανητικής ερήμου."  
‘’Βερόνικα; Βερόνικα, ακούς; Έφτασε η μέρα, η μέρα σου. Μόλις έφτασε ο κύριος με το δερμάτινο μπουφάν ’΄ Δεν ήθελε κανείς να ξέρει το όνομα του, από πού είναι ούτε γιατί κάθε χρόνο επέλεγε αυτόν το μυστηριώδη άντρα. Η αλήθεια είναι πως ούτε εκείνη ήξερε τι ήταν αυτό που την έκανε να νιώθει αυτά τα παράξενα συναισθήματα γα τον κύριο με το δερμάτινο μπουφάν. Εκείνος κάθε χρόνο, αρχές Δεκέμβρη δεχόταν ένα άσπρο φάκελο που απεικόνιζε τη σφραγίδα του ιδρύματος και την επιθυμία μιας ασθενούς να τον δει.

Την πρώτη φορά  που έλαβε το παράξενο αυτό γράμμα, το όνομα Βερόνικα δε φαινόταν να του θυμίζει τίποτα και νόμιζε πως το γράμμα αυτό ήταν απλά μια κακόγουστη φάρσα, εξάλλου όπως είπε’’ ποιος τρελός μπορεί να θέλει να δει εμένα;’’ Μα δεν ήταν τρελή, ο τίτλος που της έδιναν οι γιατροί για την ασθένεια της είναι ‘σχιζοφρένεια’’ μα εκείνη δεν ένιωθε ούτε άρρωστη ούτε τρελή. Όλα ξεκίνησαν όταν προσπάθησε να βρει νόημα στην ύπαρξη της, να ψάχνει απαντήσεις.
Μετά από τρία συνεχόμενα γράμματα ο άγνωστος άντρας τηλεφώνησε στο ίδρυμα και κατάλαβε πως αυτή η γυναίκα ήθελε κάτι από αυτόν, ίσως να την ήξερε και να τον είχε ανάγκη, έτσι αποφάσισε να επισκεφτεί το ίδρυμα. Κατέβηκε από το αμάξι και το πρώτο πράγμα που αντίκρισε ήταν μια ευανάγνωστη ταμπέλα που έλεγε’’Ίδρυμα Ψυχολογικών Διαταραχών’’. Ήταν σίγουρος πως είχε ξαναπάει εκεί, όλα ήταν τρομακτικά οικεία. Δεν ήταν δυνατόν να είχε καν περάσει από εκεί, δυσκολεύτηκε πολύ να το βρει και το ίδρυμα βρισκόταν απομονωμένο σε μια πλαγιά.  Στην αρχή σκέφτηκε να φύγει, είχε ήδη χάσει τη μητέρα του πρόσφατα και μία ακόμα αναστάτωση στη ζωή ήταν το τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν. Μπήκε ξανά στο αμάξι, έβαλε μπρος, μα δε μπόρεσε να φύγει. Βάδισε αποφασιστικά μέχρι την ξύλινη είσοδο και μπήκε στο κτήριο.
 Έδωσε τα στοιχεία του και μπήκε σε μια μεγάλη αίθουσα που μόνο άγνωστη δεν του ήταν. Το δωμάτιο αυτό χωριζόταν σε δύο επιμέρους αίθουσες με κάγκελα και στη μέση τους υπήρχε ένα μικρό παράθυρο και ένα τηλέφωνο. Άκουσε βήματα και ύστερα παρατήρησε μια σκιά να πλησιάζει προς το μέρος του. Ήταν μια γυναίκα με μαύρα μακριά μαλλιά και μπλε μάτια, το σώμα της καλυβόταν από έναν άσπρο μανδύα που έκρυβαν τη σιλουέτα της. Δεν την είχε ξαναδεί ποτέ. Τι να ήθελε από εκείνον; Είναι άγνωστοι.
Με ένα ευγενικό χαμόγελο και ένα νεύμα τον παρότρυνε να σηκώσει το ακουστικό. Με σταθερή φωνή του έιπε. «Θα σου διηγηθώ μια ιστορία»,. «Ένας δυνατός μάγος που ήθελε να αφανίσει ένα βασίλειο έριξε ένα μαγικό φίλτρο στο πηγάδι απ’ όπου έπιναν νερό όλοι οι κάτοικοι του. Όποιος έπαιρνε απ’ αυτό το νερό θα τρελαινόταν.»Το επόμενο πρωινό ήπιε όλος ο λαός και οι πάντες τρελάθηκαν, εκτός απ’ το βασιλιά- που είχε ένα πηγάδι μόνο για τον εαυτό του και την οικογένεια του και στο οποίο δεν κατόρθωσε να φτάσει ο μάγος. Ανήσυχος ο βασιλιάς, προσπάθησε να ηρεμήσει το λαό και θέσπισε μια σειρά μέτρων για τη δημόσια υγεία και ασφάλεια αλλά οι αστυνομικοί και οι επιθεωρητές, που είχαν πιει το δηλητηριασμένο νερό, βρήκαν παράλογα τα διατάγματα του βασιλιά και αποφάσισαν να μην τα εφαρμόσουν καθόλου.»Όταν οι κάτοικοι του βασιλείου έμαθαν τις αποφάσεις, πίστεψαν ότι ο μονάρχης είχε παραφρονήσει και έγραφε πράγματα χωρίς νόημα. Πήγαν στο κάστρο κραυγάζοντας και απαίτησαν να παραιτηθεί.«Απελπισμένος ο βασιλιάς δέχτηκε να αφήσει το θρόνο, αλλά η βασίλισσα τον εμπόδισε λέγοντας: “Πάμε αμέσως στην πηγή να πιούμε κι εμείς. Έτσι θα γίνουμε ίδιοι μ’ αυτούς”.»Έτσι και έγινε: ο βασιλιάς και η βασίλισσα ήπιαν το νερό της παραφροσύνης και άρχισαν αμέσως να λένε λόγια χωρίς νόημα. Την ίδια στιγμή, οι υπήκοοι άλλαξαν γνώμη: τώρα που ο βασιλιάς έδειχνε τόση σοφία, γιατί να μην τον αφήσουν να κυβερνήσει τη χώρ α;»Η χώρα παρέμεινε ήρεμη, αν και οι κάτοικοι της συμπεριφέρονταν πολύ διαφορετικά από τους γείτονες τους. Και ο βασιλιάς κυβέρνησε μέχρι το τέλος της ζωής του». 

Σώπασε. Κανένας από τους δύο δεν μίλησε για περίπου τέσσερα λεπτά.  «Πως  γίνεται να ξέχασες;  Κάποτε ήσουν και εσύ εδώ, ήμασταν μαζί . Μετά έφυγες, έφυγες και με άφησες εδώ να αρνούμαι να πιο από το δηλητηριασμένο νερό  που μου δίνουν, να αρνούμαι να γίνω σαν και αυτούς. Κάποτε με αγαπούσες και ορκιζόσουν πως δε θα με αφήσεις ποτέ, όσο δύσκολα και αν περάσαμε, ήμασταν μαζί.  Έγινες και εσύ σαν και αυτούς,  έμαθα ζεις ευτυχισμένος και έχεις και οικογένεια. Σε λυπάμαι»

Σοκαρισμένος σηκώθηκε από την καρέκλα και έτρεξε προς την έξοδο. Μπήκε στο αυτοκίνητο και κατευθύνθηκε προς το σπίτι του. Κοίταξε από μακριά, αλλά το σπίτι δε βρισκόταν εκεί, στη θέση του ήταν ένα πάρκο με πολλά παιδιά να τρέχουν και να γελούν. Δε μπορεί, ονειρευόταν. Ήταν βασανιστική αυτή η αναμονή, ήθελε να ξυπνήσει. Τι περίεργο όνειρο;! Μα δεν ξυπνούσε νόμιζε πως δε θα τελείωνε ποτέ. Τι είναι στα αλήθεια πραγματικό και ποιο είναι που ονειρεύεται; Πήγε στη θάλασσα και άφησε εκείνη να αποφασίσει για την τύχη του και εκείνη επέλεξε να σωπάσει.

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2012

And if I try to get close,he is already gone.







  Είναι περίεργη. Τα μάτια της, η φωνή της, ο τρόπος που παίζει, η σιωπή της. Είναι περίεργο. Όλα πάνω της είναι τόσο οικεία. Δεν την ξέρω, δεν ξέρω τι σκέφτεται, τι έχει ζήσει, μονάχα ακούω για αυτήν. Τη ζηλεύω. Τη ζηλεύω, τη μισώ, την αγαπάω, τη φοβάμαι.  Η φωνή της είναι ασφάλεια, κάτι σίγουρο που δε θα με άφηνε να ταξιδέψω μόνη μου, δε θα με άφηνε το ήξερα, την εμπιστευόμουν. Ασφάλεια. Η σκιά της στο ξύλινο στρώμα είναι σιγουριά. Κάθε φορά που πατάει μία νότα παρακαλάω να μη σταματήσει να ακούγεται αυτός ήχος, το πεντάλ να κρατήσει για πάντα το γνώριμο άκουσμα, να μη σβήσει το φως.  Όλο πλησιάζει, ποτέ δε φτάνει. Δε με ακουμπάει, δε μυρίζω το άρωμα της.Είναι μια φωνή, μία μελωδία, ένα νανούρισμα. . Ο ήχος της φλόγας και η μυρωδιά του καμένου αποσπούν  κάθε αίσθηση μου. Άρχισε να έρχεται προς το μέρος μου, τώρα είναι μια μυρωδιά, μία γνώριμη μυρωδιά που τρέλαινε τον εγκέφαλο μου. Όσο πλησιάζει παίρνει μορφή σάρκα και οστά. Μία γυναίκα, ένας άντρας, ένα παιδί, εσύ, εγώ, εκείνος. Εκείνος, πιο πολύ εκείνος. ‘’Κάτι που θέλεις πολύ, αλλά δε μπορείς να έχεις.’’Θέλω να με ακουμπήσει, να με κοιτάξει. Τον θέλω όπως ένας  ετοιμοθάνατος ζητιανεύει για το τελευταίο του τσιγάρο, δε μπορεί να τον βλάψει, πεθαίνει, τι νόημα έχει ακόμα ένα; ''Τρέξε μακρυά, φύγε, τρέξε. Με πονάς. Τι θέλεις από μένα;'' Είμαι μια μαριονέτα, τα σχοινιά μου καθοδηγούνται από μία φωνή, μια σταθερή φωνή και μόνη εικόνα η σκιά της. Σταματήστε, θέλω να φύγω. Τώρα, σταμάτα! Κανείς δεν είναι εδώ να με βγάλει.Η σιωπή είναι εθιστική, ακόμα και οι ανάσα μου μοιάζει ενοχλητική στον ήχο της.  Η πόρτα είναι ανοικτή. Δε σκέφτομαι καν να βγω. Αυτό το δωμάτιο είναι τόσο παραπλανητικό, ελκυστικό. Θα μείνω εδώ.


Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

I don't want to be a chocolate box, just because I give chocolates.




Αγαπητέ Κώστα,


Ελπίζω η ζωή σου εκεί να σε κάνει ευτυχισμένο .Να ξυπνάς κάθε πρωί και να τραγουδάς ,όπως έκανες και τότε. Λίγο πριν φύγεις  μου είπες πως η ζωή σου  χρειάζεται αλλαγές όπως και η δική μου και μου ψιθύρισες με τη μελωδική σου φωνή'' Δεν είναι ότι κάποιοι άνθρωποι έχουν δύναμη θέλησης και κάποιοι δεν έχουν. Είναι ότι κάποιοι άνθρωποι είναι έτοιμοι να αλλάξουν και κάποιοι δεν είναι.'' Σε παρακάλεσα να μη φύγεις,αλλά η φωνή μου αντηχούσε στο κενό της απουσίας σου. Μ’ άρεσε η  ζωή σου, μπορώ να πω πως σε ζήλευα. Ο τρόπος που χειριζόσουν τα πρόσωπα γύρω σου και τις καταστάσεις. Θυμάμαι όταν ήμουν μικρή και ο μπαμπάς μου άρχισε να καπνίζει. Η δασκάλα στο δημοτικό μας είχε πει πως το κάπνισμα σκοτώνει, έτσι κάθε φορά που ο μπαμπάς μου έβγαζε το πακέτο με τα τσιγάρα, εγώ έφευγα μακριά και καθόμουν μέχρι να τελειώσει. Πέντε λεπτά, στη συνέχεια τρία, ποτέ δεν έμενα λιγότερο. Έπειτα, έμαθα να κρύβομαι, έκλεινα τα μάτια μου έβαζα τα χέρια στα αυτιά μου και έκανα πως τραγουδούσα, ούτε θα έβλεπα, ούτε θα άκουγα. Δε σου άρεσε η αντίδραση μου έλεγα πως σας βαριόμουν και δεν είχα ενδιαφέρον. Δεν  θα άφηνα τον καπνού που έβγαινε από το στόμα να μου γκρεμίσει το τείχος που είχα κτίσει. Ξέρεις έχω δουλέψει για τα τείχη μου-ακόμα και τώρα προσπαθώ να τα κρατήσω σταθερά. Ήταν Κυριακή και όπως κάθε Κυριακή είχαμε κάτσει στην αγαπημένη  παραθαλάσσια ταβέρνα του θείου Γιάννη,ο μπαμπάς μου μετά το φαγητό αποφάσισε να ανάψει το δεύτερο τσιγάρο και καθώς του έδωσαν έναν αναπτήρα-ξεχνούσε πάντα το δικό του στο αμάξι- με φώναξες να ζωγραφίσουμε τα βότσαλα που μόλις είχαμε μαζέψει. ’’Πρέπει να φύγω Κώστα, πρέπει να φύγω τώρα’’ φώναξα νευριασμένα. Με ακολούθησες. Ήξερες τι μου συμβαίνει. ’’Κάποια πράγματα πρέπει να τα δεχόμαστε, δεν έχει νόημα να κρυβόμαστε πίσω από μια αλήθεια επειδή μας πληγώνει. Κάποιες φορές πρέπει να αποδεχόμαστε τις καταστάσεις  και να μάθουμε να ζούμε χωρίς τις σκιές τους.’’ Μα ήσουν μικρός, μόλις 12 χρονών, τα λόγια σου ποτέ δε θα τα ξεχάσω. Με πήρες από το χέρι μου σκούπισες τα δάκρυα με το μανίκι σου και με πήγες να αντιμετωπίσω την αλήθεια.’’ Αυτό που κρατάει ο μπαμπάς σου είναι ένα παιχνίδι, κάθε φορά που θα του βάζει φωτιά αυτό θα καίγεται και θα βγάζει καπνούς, θα βλέπεις τον καπνό και θα τον φαντάζεσαι με διαφορετικά χρώματα, όταν νιώσεις έτοιμη μπορείς να του το πεις.’’ Κάπως έτσι έμαθα να αποδέχομαι τις καταστάσεις, κάνοντας τις μέρος της φαντασίας μου, ξεχειλώνοντας και χρωματίζοντας τις με χρώματα που δεν υπήρχαν μονάχα στο μυαλό μου.

Κώστα μου λείπεις, είμαι μόνη μου. Η φαντασία μου με εγκατέλειψε και οι καταστάσεις σκοτείνιασαν την ψυχή μου. Κάθε μέρα και κάτι διαφορετικό. Άνθρωποι έρχονται, φεύγουν. Αφήνουν πίσω τους  πεταμένες γόπες και στάχτη. Προσπάθησα, ορκίζομαι προσπάθησα να φτιάξω τον κόσμο μου, όπως μου είχες πει, άφησα ανθρώπους να με πλησιάσουν αλλά στο τέλος απογοητεύτηκα. Έχασαν την εμπιστοσύνη μου και πήραν εύκολα το δικό τους δρόμο.


Οι άνθρωποι σιχάθηκαν ο ένας τον άλλο, μίσησαν και μισήθηκαν. Τι απαίσιο είδος;!  Έτσι δημιούργησαν και έζησαν μέσα σε κουτιά. Έφτιαξαν ένα παιχνιδιάρικο και φανταχτερό περιτύλιγμα και έκλεισαν μέσα κάθε συναίσθημα, κάθε ίχνος τους. Κουτιά αγάπης. Μέσα στο δωμάτιο μου, κάτω από το κρεβάτι μου έχω ένα κουτί. Είναι όλα τα πράγματα που έχω από εκείνον, κρύβει όλη την αγάπη που μου έδειξε. Τι είναι αγάπη Κώστα; Αγαπάς αυτό που παίρνεις ή αυτό που γίνεσαι; Όταν αγαπάς για αυτό που παίρνεις, στα αλήθεια αγαπάς; Δε θέλω να αγαπήσω άλλο. Κουράστηκα την αγάπη, την αληθινή αγάπη. Με μπερδεύει. Με μπερδεύει ο αυθορμητισμός της, η μελαγχολία της ακόμα και ο τρόπος που με άλλαξε .Στα κουτιά της αγάπης δεν υπάρχουν βαθμίδες.   Κουτιά εμπιστοσύνης. Μέσα σε αυτά κρύβεσαι και εσύ. Δεν εμπιστεύεσαι επιλεκτικά, εμπιστεύεσαι επειδή νιώθεις πως μπορείς να εμπιστευτείς. Δεν είναι εύκολο να αφεθείς.  Σε άλλους παίρνει χρόνια, εκείνος με εμπιστεύτηκε χωρίς καν να σκεφτεί. Υπάρχουν συνέπειες. Κουτιά για τα λόγια που ποτέ δεν εννοούσες. Μη μετανιώσεις, για αυτά που μου έχεις πει, άσε αυτό το κουτί κενό και σου υπόσχομαι να καλύψω το κενό.Κουτιά ονείρων. Σε αυτά τα κουτιά κρύβεις τα όνειρα σου, μέχρι να γίνουν αληθινά ή να εμφανιστούν με τη μορφή ψεύτικων αναμνήσεων και να σε κάνουν να μη  μπορείς να ξεχωρίσεις το όνειρο από την πραγματικότητα. Λένε πως τα όνειρα είναι αυτά που δεν κοστίζουν. Ψέμα. Οι γρατζουνιές που θα σου αφήσουν στο φως της μέρας είναι το χειρότερο κόστος. Κουτιά’’αν’’ Σε αυτά τα κουτιά κρύβονται οι επιθυμίες που δε μπορείς να υλοποιήσεις  Καλύτερα αυτά τα κουτιά να παραμένουν κλειστά, θαμμένα, ξεχασμένα στο βάθος του υπογείου. Τα κουτιά αυτά είναι σαν τους ανθρώπους. Υπόσχονται πολλά μέχρι να τα ανοίξεις και να καταλάβεις πως δεν υπάρχει τίποτα αληθινό μέσα σε αυτά.

Δεν υπάρχουν λύσεις, σταμάτησα να τις ψάχνω.Αν ένα πρόβλημα δεν έχει λύση, ίσως δεν είναι πρόβλημα, αλλά ένα δεδομένο που δεν χρειάζεται να λυθεί, αλλά να αντιμετωπισθεί με τον καιρό. 

Μου λείπεις.

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012

Quae nocent, saepe docent.




 
"
According to Freud," she says, "the instinct of love toward an object demands a mastery to obtain it, and if a person feels they can't control the object, or feel threatened by it, they act negatively toward it. Like an eighth-grade boy punching a girl."


 "You live under the delusion that you can fix everything that isn't perfect. That's why you married a man who was dying of cancer. You don't love. You need. And now that your husband is dead, you're looking for your new charity case. That's why you're going out with me. I'm twice your age. I'm not great-looking. I'm not charming. I'm not even nice. What I am is what you need: I'm damaged.''

Δεν αγαπάς, χρειάζεσαι.

Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2012

Τρίτη 28 Αυγούστου 2012

Her shadow.



Καθόταν στην άκρη του πεζοδρομίου, έπαιζε αμήχανα με τον κινητό της. Τα αμάξια την προσπερνούσαν, κοίταζε χαμένη τους περαστικούς,περίμενε κάποιος να την κοιτάξει με τον τρόπο του την κοιτούσε και αυτός. Χαμένη, ναι αυτό ήταν, τρομαγμένη. Τα μάτια της κόκκινα και το πρόσωπο της χλωμό. Προσπαθούσε να κρυφτεί με μια μάσκα,μια μάσκα που συχνά φορούσε. Από τι κρυβόταν; Από τον εαυτό της ή από τα αισθήματα της;Ανέκφραστη, τόσα συναισθήματα και αυτή ανέκφραστη,κουρασμένη έδειχνε. 

Προσπαθούσε να διασχίσει το δρόμο και τα πόδια της ίσα-ίσα την κρατούσαν.  Τα βήματα της ήταν μικρά και οι κινήσεις της νευρικές. Ήθελα να τη βοηθήσω, να την αγκαλιάσω και να μην την αφήσω να φύγει,μέχρι να περάσουν όλα και να νιώθει ασφαλής και ήρεμη ξανά. 

Ανασφάλεια,λίγες φορές μου δείχνει ότι νιώθει, ελάχιστες τσαλακώνεται. Τσαλακώνεται και με αφήνει να την πλησιάσω να τη βοηθήσω. Μπερδεμένη,πιο μπερδεμένη από ποτέ. Παντού εμπόδια, μεγαλύτερο ο εαυτός της,οι σκέψεις της.

Ίσως να μη χρειάζεται λύση. Χρόνο χρειάζεται.


Τετάρτη 1 Αυγούστου 2012

The world is just illusion trying to change you.






Την έβλεπα καθώς προσπαθούσε να παλέψει με τον χρόνο, την έβλεπα να προσπαθεί να ξεφύγει από το τρυπάκι των σκέψεων της. Ξέρει πως δεν πρέπει να αφήσει τις σκέψεις της να την παρασύρουν. Προσπαθούσε να μη σκέφτεται,μόνο άκουγε τον ήχο που έβγαζε η κιθάρα από το αγαπημένο της τραγούδι. Η μόνη της ανησυχία ήταν να μην τελειώσει η μελωδία και χρειαστεί να περάσει στο επόμενο τραγούδι. Στην προσπάθεια της να μην αφήσει το μυαλό της να τη νικήσει,άρχισε να σκέφτεται πως θα είναι η ζωή της, έκανε όνειρα, ήταν ξύπνια αλλά ονειρευόταν.

 Θεσσαλονίκη 2015. Εκεί βρίσκεται μέσα στο διαμέρισμα που έχουν νοικιάσει για να μένουν. Οι τοίχοι είναι βαμμένοι με μία απόχρωση του μπλε και το σπίτι μεγάλο με τρεις κρεβατοκάμαρες. Η μυρωδιά από την κουζίνα είναι χαρακτηριστική, της θυμίζει τα βράδια στο σπίτι της όταν προσπαθούσαν να είναι ευγενικές και να αρνούνται άλλο ένα κομμάτι σπιτικής πίτσας. Οι δύο στην κουζίνα να φτιάχνουν το φαγητό που θα συνοδέψει την αποψινή τους ταινία και η άλλη στον υπολογιστή να κατεβάζει την ταινία και να κάνει πλεξούδες στα μαλλιά της. Κάθονται στον καναπέ. Ποπ κορν δεν έχει, δεν της αρέσουν. Χιλιάδες λιχουδιές από τις προσφορές του carefour. Αρχίζει η ταινία. '' Αααα περιμένετε να βάλω τα γυαλάκια μου''. Τα πρόσωπά τους είναι ίδια, φαίνονται μεγαλύτερες και πιο ώριμες.Θυμούνται τα αξέχαστα βράδια στην Ιεράπετρα,όταν έβγαζαν τα ρούχα τους και τραγουδούσαν καθώς έμπαινε ο κύριος Δημήτρης . Θυμούνται τα γέλια που κατέληξαν σε εξευτελιστικές στιγμές-μα τόσο αστείες ταυτόχρονα.  Ξεφεύγει από τις σκέψεις της. Της αρέσει αυτό το μέρος δε θέλει να φύγει. Ίσως έπρεπε ακόμη να σκέφτεται αυτό το διαμέρισμα.

Αθήνα 2015. Ο καθένας έχει πάρει πια τον δρόμο. Εκείνη όμως ακόμα τον σκέφτεται . Που και που τον επισκέπτεται, όταν νιώθει μόνη,όταν νιώθει πως τον χρειάζεται. Τον συναντάει σε μία καφετέρια,εκείνη όπως πάντα τον κοιτάει αμήχανα, εκείνος άνετος και χαμογελαστός. Δεν έχει αλλάξει, είναι όπως πάντα. Ακόμη πιο χαρούμενος φαίνεται. Μάλλον βρήκε αυτό που έψαχνε, αυτό που τότε τόσο αναζητούσε. Στα μάτια της ποτέ δεν αλλάζει,ποτέ δεν άλλαξε. Δεν αμφισβήτησε για αυτόν ούτε στιγμή. Ακόμα της λέει για αυτά που νιώθει; Ακόμα πιστεύει τo  ίδιο  για εκείνη; Μιλάνε. Ακόμη είναι νευρική, παίζει με το σκουλαρίκι της για να κρύψει την αμηχανία της, να κρύψει αυτά που δεν πρέπει ποτέ να δείξει. Πάντα η ίδια. Ακόμα και στα όνειρα της είναι ίδια. Την έχω αποδεχτεί πια. Άραγε του έχει πει; Τους βλέπω να μιλάνε, δε μπορώ να τους ακούσω. Τη βλέπω να γελάει. Πάντα περνούσε καλά μαζί του.  Τον χαιρετάει και για ακόμα μια φορά φεύγει  με μία φτηνή δικαιολογία. Ποτέ δεν αντέχει πολύ. Πάντα ο συναντήσεις τους διαρκούσαν το πολύ δύο ώρες. Χαρούμενη είναι πια. Ακόμα όμως τον χρειάζεται.Θα είναι εκεί για εκείνη,όταν θα τον χρειάζεται;

Κρήτη 2016. Καλοκαίρι. Συναντιούνται  στο αγαπημένο τους στέκι, μέσα στα δέντρα. Τέρμα πια το παγωτό στρατσιατέλα. Αναμνήσεις δίπλα στο παρκάκι. Χαρούμενα πρόσωπα μιλούν για τις καινούργιες τους ζωές. Το κινητό της χτυπάει, είναι 1. Μπορεί όλα να έχουν αλλάξει αλλά οι γονείς της ποτέ. ''Είναι 1, τι ώρα σκοπεύεις να γυρίσεις σπίτι;'' Δεν υπακούει πια κλείνει το κινητό της. Δε θέλει να φύγει, ξέρει πως όταν γυρίσει σπίτι θα υποστεί τις συνέπειες, αλλά θέλει να μείνει. Επιστρέφουν σπίτι. Ακόμα την αφήνει στη γωνία και έπειτα βάζει τα ακουστικά της και προχωράει μόνη της.

Ξεχνιέται. Ταξιδεύει, τη φαντασία της χορεύει στο κενό. 


Τρίτη 31 Ιουλίου 2012

So I learned to love the pain



Ήταν 3 το μεσημέρι, ο ήλιος τύφλωνε τα μάτια μου. Χαμένη στις σκέψεις μου, δεν άκουγα φωνές, δε με ενοχλούσε ούτε το μποτιλιάρισμα ούτε και  οι φωνές  των περαστικών. Κάτι ήταν εκεί να μου αποσπάσει την προσοχή. Ένα παιδάκι με σγουρά μαλλιά και μπλε μάτια, μου θύμιζε κάποιον. Μπορεί και να μην του έμοιαζε ίσως απλά να ήταν η υποσυνείδητη μου ανάγκη να τον δω. Ήρθε να μου ζητήσει τη μπάλα που ήταν κάτω από τα πόδια μου. Του την έδωσα, χωρίς να δώσω σημασία. ''Ευχαριστώ'' είπε. Δεν απάντησα. Ένιωσα τα μάτια του καρφωμένα πάνω μου. '΄΄Ξέρεις,μπορείς να φτιάξεις φτερά, από κερί αν θέλεις να πετάξεις'',είπε. Κατάλαβε τι είχα ανάγκη να ακούσω, κάτι ωραίο,κάτι θετικό,κάτι να σκέφτομαι, να ξεχαστώ. Τελικά, δεν έμοιαζαν μόνο εξωτερικά. 

Ακολουθώ τις συμβουλές σου. Αδειάζω το μυαλό μου. Περιμένω το πρώτο πρώτο πράγμα που θα μου βγει αυθόρμητα. Μα δε μπορεί να είναι αυτό. Ίσως τελικά να 
μην ήταν και τόσο καλή ιδέα. 

Ξανασκέφτομαι. Ακολουθώ τις σκέψεις μου και ζυγίζω τα πράγματα. Ξανά κενό. Βρίσκομαι στο έλεος των σκέψεων μου, η μία σκέψη με οδηγεί στην άλλη.Σταματάω για ένα λεπτό. Διαβάζω ένα απόφθεγμα. ''Η πραγματική ευτυχία έρχεται όταν ηρεμείς το αναλυτικό σου μυαλό, όταν το αφήνεις να ξεκουραστεί". Εστιάζω την προσοχή μου σε μια συγκεκριμένη σκέψη, εκείνη είναι εκεί με παρατηρεί.  Σκέψεις έρχονται και φεύγουν. Έχεις μικρή πιθανότητα ελέγχου των σκέψεων σου, εκτός αν θέλεις να τις ελέγξεις. Μπορείς να καταλάβεις πως οι σκέψεις δημιουργούνται από εσένα και να τις ξεχωρίσεις από  την πραγματικότητα. Είναι απλά σκέψεις.  "Τα πάντα στη ζωή σου είναι αποτελέσματα του τρόπου που σχετίζεσαι με τη σκέψη σου. Είσαι ό,τι σκέφτεσαι".

So I learned to love the pain
('Cuz it's all that I can do)
And I forget you every day


Δευτέρα 23 Ιουλίου 2012

Εκείνη.




Άγνωστα πρόσωπα,κενές ματιές. Φανάρια κόκκινα, αυτοκίνητα, ταμπέλες και βιτρίνες παντού.Τραγικά είδωλα ανθρώπων που περιφέρονται μονάχοι τους, σέρνουν το βήμα τους στο πεζοδρόμιο,αφήνουν κενά βλέμματα που χάνονται μαζί με τις φωνές και τα λόγια. Αρώματα και μυρωδιές γνωστές. Κτήρια πελώρια, κτήρια γνωστά. 

Μέσα στο πλήθος είδα Εκείνη. Περπατούσε αργά,χωρίς νόημα,χωρίς κανένα προορισμό,χωρίς προοπτική.Φαινόταν να της αρέσει να περπατάει,όπως της αρέσουν τα ζεστά καλοκαίρια και η ηρεμία της θάλασσας.Συνέχισε να βαδίζει, χωρίς να ξέρει στ’ αλήθεια που πηγαίνει. Μακρύς κι ατέλειωτος ήταν ο δρόμος, όπως κι οι σκέψεις της.

Την παρατηρούσα συνέχεια. Οι κινήσεις της ήταν νευρικές και συνεχώς έσφιγγε  το χέρι της και σχημάτιζε μια γροθιά. Φαινόταν να πονούσε. Ήταν αμέτοχη στην ίδια της τη ζωή, ανέκφραστη, μπορούσε να συγκρατήσει τον εαυτό της.

Μέσα στις σκέψεις της χωμένη,προσπάθησε να διασχίσει το δρόμο. Φαινόταν πως θα τα καταφέρει. Είπε να δώσει μια ευκαιρία στη ζωή της και να προσπαθήσει να την ξανακτίσει από την αρχή. Θα έκανε μια καινούργια αρχή,μια γλυκιά αρχή. Είχε ανθρώπους να τη στηρίξουν ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Ξαφνικά ένα αμάξι πέρασε από δίπλα της και την τύφλωσε με τα δυνατά του φώτα. Δεν ήξερε πως να αντιδράσει.Είχε δύο επιλογές. Μπορούσε να σταματήσει μπροστά στο δρόμο, να την έβλεπε ο οδηγός ή και όχι και να αφήσει την τύχη να αποφασίσει αντί για εκείνη. Μπορούσε όμως να το πάρει απόφαση και να συνεχίσει να βαδίζει με γρήγορο ρυθμό,να ρισκάρει να πληγωθεί-ξανά-και να χτυπηθεί από το αμάξι. Τι νόημα είχε; Ήταν ήδη χαμένη.

Αποφάσισε να συνεχίσει. Δε μπορεί να ξεχάσει. Δε μπορεί να  τα αφήσει όλα πίσω της. Θέλει να ξεφύγει.. Την ακολουθώ παντού. Μπορεί και να μην την ξέρω πια. Έχει γίνει ευάλωτη και πολύ συναισθηματική. Σταμάτησε για ένα λεπτό να δει το είδωλο της στη βιτρίνα του μαγαζιού. Δεν την αναγνώριζα πια.  Είμαι η σκιά της,ίσως και όχι.Ποτέ δεν την κατάλαβα. Ούτε τι σκέφτεται, τι θέλει πραγματικά,ούτε καν γιατί συμπεριφέρεται έτσι.Και ξέρεις κάτι; Μπερδεύεται συνεχώς, με κάθε σκέψη της, ακόμα και με τα λόγια της. 

Ένα κορίτσι περιφέρεται στους δρόμους,δακρύζει, προσπαθεί να ξεχάσει. Θα γίνει καλά! Είναι κάπως μελαγχολική αλλά ήδη ξεχνιέται. Θέλει χρόνο.

Τετάρτη 18 Ιουλίου 2012

My mind keeps playing with me~




Ονειρεύομαι! Έτσι δεν είναι; Είμαι σίγουρη. Δεν έχω ξυπνήσει ακόμα από  εκείνη τη μέρα. Είμαι ακόμα στο μπαλκόνι με τα ακουστικά και το σεντόνι. Εκεί δεν είμαι; Κοιμάμαι σίγουρα. Ναι κοιμάμαι!Θα ξυπνήσω το πρωί και δε θα θυμάμαι τίποτα. Έτσι δε γίνεται κάθε φορά που ονειρευόμαστε; Ξυπνάμε και καθησυχάζουμε τον εαυτό μας, λέμε πως ήταν απλά ένα όνειρο. Ένα οικείο πρόσωπο είναι εκεί για εμάς ,μας κρατάει το χέρι και να μας παροτρύνει τρυφερά  να ξανακοιμηθούμε.

Και αν τελικά δεν είναι όνειρο; Aν ξυπνήσεις το πρωί και όλοι περιμένουν από σένα να αποδεχτείς την πραγματικότητα;  Δεν είναι εύκολο να την  αντιμετωπίσεις. Σε προσγειώνει απότομα και σου χαλάει ότι  με κόπο έχεις κτίσει. Καλείσαι λοιπόν να την αντιμετωπίσεις, παρόλο που δε διάλεξες να ζεις με αυτή. Όλοι περιμένουν από σένα να είσαι εντάξει, δεν ξέρουν τι περνάς. 

 Μου είπες πως η ζωή μου είναι σα σαπουνόπερα. Γέλασα. Το σκεφτόμουν μετά, δε με άφηνε να σκεφτώ κάτι άλλο. 'Άτυχη'΄ με αποκάλεσες. Ξέρω πως εμείς οι ίδιοι προκαλούμε την τύχη μας. Και τώρα τι; Την προκάλεσα αρκετά ώστε να θέλει να με εκδικηθεί έτσι;


Το μυαλό μου παίζει παιχνίδια. Τι κάνω; Γιατί είμαι εδώ; Ποιον κοροϊδεύω

Σάββατο 14 Ιουλίου 2012

Και όταν όλα είναι σκατά, εσύ να χορεύεις.




Το όνομα της είναι..δεν έχει σημασία. Είναι ψηλή και τα μάτια της καστανά. Τα μαλλιά της είναι μελαχρινά και ίσια με μια φρατζούλα που ποτέ δεν αποχωρίζεται. Το χαμόγελο της  ξεχωρίζει, με πλημμυρίζει από χαρά  . Αγαπάω το χαμόγελο της, από την πρώτη στιγμή που τη γνώρισα- εκείνη τη μέρα ακόμη τη θυμάμαι.  Θυμάμαι  την έβλεπα να κάθεται στο θρανίο μαζί με την Ε*, την ήξερα,  την αναγνώρισα από μια φωτογραφία που πρόσφατα είχα δει. Φορούσε το κρεμαστό με τους Linking Park και τα γυαλιά της στο κεφάλι. Χαμογέλασα. Αμέσως πήγα και της μίλησα, της είπα το όνομα μου και  εκείνη πολύ ευγενικά μου είπε το δικό της.  Άρχισα να της μιλάω. Μου είπε πως της αρέσει  το άρωμα μου,  και όταν της εξήγησα  πως δε φορούσα εκείνη αποκρίθηκε’’ Είναι η δική σου μυρωδιά και μυρίζει πολύ ωραία’’. Με αγκάλιασε για να μυρίσει καλύτερα. Την ένιωσα. Από τότε αρχίσαμε να μιλάμε τυπικά. Την πλησίασα. Την πείραζα για τη φράτζα της και της έλεγα χαριτολογώντας  να τη φτιάχνει.  

Με τον καιρό τη γνώρισα καλύτερα και με γνώρισε και εκείνη.  Τώρα πια ξέρω πως ο ανεξίτηλος  χαρακτήρας της είναι αυτός  που με κάνει να την αγαπάω τόσο. Την αγαπάω για αυτό που είναι, την αγαπάω γι αυτό που γίνομαι εγώ όταν είμαι μαζί της.  Ξέρει κάθε φορά πως να μου φερθεί και τι ακριβώς να πει για να με ηρεμήσει τις δύσκολες μέρες. Είναι πάντα εκεί, όταν την χρειάζομαι. Ξέρει ακριβώς τι σκέφτομαι,  πάντα ξέρει! Με καταλαβαίνει. Γελάω πολύ μαζί της και με κάνει χαρούμενη. Είναι σαν να την ξέρω χρόνια.

Κλίνεται στον εαυτό της και δύσκολα ανοίγεται. Νομίζω μου λέει τι νιώθει κάποιες φορές. Όταν νιώθω ότι το κάνει , ενθουσιάζομαι. Μπορεί να φαίνεται σκληρή και πάντα χαρούμενη αλλά ξέρω πως είναι εύθραυστη και πληγώνεται εύκολα. Παραμελεί  τον εαυτό της για να είναι χαρούμενα τα πρόσωπα γύρω της. Τη θαυμάζω πολύ. Εκείνη μπορεί να πιστεύει τα χειρότερα για τον εαυτό της αλλά εγώ είμαι σίγουρη πως τον αγαπάω τον κάφρο !

Για εκείνη λίγα ξέρω. Ξέρω όσα μου επιτρέπει να γνωρίζω. Ξέρω τη χειρότερη της μέρα, τα πράγματα που έχει μετανιώσει και ξέρω επίσης πως με νοιάζεται πολύ. Μου το δείχνει κάθε μέρα, ξέρω πως νιώθει για’μενα. Κάθε βράδυ αυτές τις μέρες άκουγα στον ύπνο της να κάνει τον ήχο που πάντα κάνει με το στόμα της χωρίς να το καταλαβαίνει και την ένιωθα κοντά μου .Ξύπνησα ένα βράδυ και τη χάζευα που κοιμόταν  και σκέφτηκα πόσο τυχερή είμαι που τη γνώρισα.

Όταν με αγκαλιάζει νιώθω ήρεμη και ασφαλείς. Δεν της αρέσουν οι αγκαλιές ,λέει. Ψέματα! Φοβάται να μην αποκαλυφθεί το μυστικό της. Ξέρω πως δε θέλει να δείχνει συναισθηματική, είναι στοιχείο του χαρακτήρα της . Ο χαρακτήρας της είναι πολύχρωμος, πάντα ήθελα να της το πω αυτό. Είναι σαν ένας πίνακας αφηρημένης τέχνης. Κάποιες φορές θα έλεγα ότι δε μπορώ να τη διαβάσω. Άλλες πάλι νιώθω πως ξέρω ακριβώς τα σκέφτεται.


Δε βιάζεται να βγάλει συμπεράσματα για τους ανθρώπους και  είναι πάντα αντικειμενική και καλοπροαίρετη. Ξέρει πώς να χειρίζεται τις καταστάσεις και δε με κρίνει για την αδυναμία μου αυτή. Δε με κρίνει γενικά. Είχε πει πως δεν είμαι αυθόρμητη και ότι σκέφτομαι πολύ. Αυτό δε θα το ξεχάσω. Προσπαθώ κάθε φορά να τα διορθώνω. Δεν ξέρω αν τα καταφέρνω. Προσπαθώ όμως, να το ξέρεις.

Το αγαπημένο της  χρώμα είναι το μπλε. Αν ήταν χρώμα, είμαι σίγουρη πως θα ήταν το μπλε. Είναι σαν τη θάλασσα, ήρεμη και τόσο μυστήρια. Μπορώ να γράφω  για ώρες για εκείνη. Αλλά αυτό που θέλω να ξέρει είναι ότι την αγαπάω πολυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυ! Να μου μιλάς! Ευχαριστώ που υπάρχεις! Ευχαριστώ που μου γελάς!

Παρασκευή 29 Ιουνίου 2012

Don't look back.




Θέλω να φύγω, να εξαφανιστώ κάπου, να είμαι άγνωστη ανάμεσα σε αγνώστους.

Θέλω να τρέξω, να φύγω μακρυά, να χώσω το κεφάλι μου στα γόνατα και να κλείσω τα μάτια μου,να μη νιώθω τίποτα.Αισθάνομαι τόσο πνιγμένη αυτή τη στιγμή...Θέλω να εξαφανιστώ για λίγο.  Να ξεκουραστώ.Έτσι να φύγω. Θα φύγω...το βράδυ. Κρυφά στο όνειρο μου, εκεί κανείς δε με βλέπει ,εκεί μπορώ να ζήσω όπως θέλω. Κανένα δε θα ξέρω,όλοι θα μου είναι άγνωστοι και απλά θα περπατάω ανάμεσα τους και θα τους κοιτάω στα μάτια.Μέχρι που κάποιος θα αγκαλιάσει  και θα μου πει πως όλα θα πάνε καλά. Σε παρακαλώ,,μη γυρίσεις να κοιτάξεις πίσω.Προχώρα. 


Θέλω να φύγω μακριά.
Να πετάξω.
Να χαθώ.
Κανείς να μην μιλήσει πια για μένα.
Να σβήσει τ' όνομά μου.
Να ξεχαστώ.
Να ξεχάσω.

Πέμπτη 21 Ιουνίου 2012

Apathy.



'και απο πηλος, γινεσαι πετρα.και σκληραινεις. και χτιζεις τειχη γυρω σουκαι δεν αφηνεις να τα περασει κανεις, απο φοβο, μην χασεις την ψυχη σου. και μενεις ΑΔΕΙΟΣ.


 Ποτέ δεν ήξερα την ύπαρξη σου. Ήσουν όμως πάντα εκεί για να με προστατεύεις από τον πληγωμένο μου εγωισμό και να μου ενώνεις τα κομματάκια, ένα-ένα.  Είναι άραγε η συνείδηση μου ή μήπως ένας άλλος μου εαυτός που θέλει να με προστατέψει; Σε χτίζω σιγά-σιγά, σε ψάχνω, πολλές φορές μοιάζεις να χάνεσαι, αλλά πάλι σε βρίσκω.
Και αν σε σπάσουν; Μπορώ, άραγε, να ξαναενώσω τα κομμάτια σου;
Χτίζω τείχη, όχι επειδή έχω άλλη επιλογή.



Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012

I remember moments.



Σήμερα ξεκινάω με χαμόγελο.Αλήθεια. Νιώθω χαρούμενη. Όπως χαμογελούσα πριν λίγο που μιλούσαμε.


Είναι αυτή η αίσθηση της ελευθερίας που νιώθεις και ο παραλογισμός από τη δύναμη του αέρα και αυτή η απρόσμενη χαρά λες και ζεις σε όνειρο. Εκείνη τη στιγμή το φώναξα, το φώναξα δυνατά. 
Κλείσαμε τα μάτια αλλά είδα πολλά. Ονειρεύτηκα. Αυτές τις μέρες δεν ονειρευόμουν.

ΧΑΧΑΧΑΧΧΑΧΧΑ θυμάμαι τη φωνή της  να λέει '' Γειααα σουυ Θάνοο'' και μετά εγώ  να φωνάζω πιο δυνατά. Δε μπορούσα να ακούσω τις φωνές σας αλλά γελούσα. 


Και δε θέλω να πω πολλά γιατί απλά μαζί σας νιώθω χαρούμενη.

Τετάρτη 16 Μαΐου 2012

*.*






Lonely but not alone
These city lights can not make this home
And it's too damn cold tonight
And I forget all the reasons why I try

To hold you close to me
You're the only ghost I see
And I want you so bad tonight
So I'll give into the longing the last time

Don't show me mercy
Because I can't win this fight
With you on my side
Don't say I'm worth it
To keep me up at night
When you don't even know the price

Your green eyes make me blue
How am I to run from you
And do you pull me in afraid to let me go
I can see the light
Your perfect lips won't win tonight
Like they always do
Your green eyes make me blue

I wish I could believe your lies
They're the same ones that I tried
I wish I could cut all ties
You go your way and I'll go mine

Get the hell out of this place
Before you say my name
Send my heart back up in flames
I'll never make it to the fire escape

Your green eyes make me blue
How am I to run from you
And do you pull me in afraid to let me go
I can see the light
Your perfect lips won't win tonight
Like they always do
Your green eyes make me blue

Don't show me mercy
Because I can't win this fight
With you on my side
Don't say I'm worth it
Just keep me up at night
When you don't even know the price

Your green eyes make me blue
How am I to run from you
And do you hang me this high just to watch me fall
I can see the light
Your perfect lips won't win tonight
Like they always do

your green eyes make me blue.